Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἄνδρα , τόν


Ερμηνεία:

[ο ἄνδρας, του ἄνδρα, τον ἄνδρα (ο ενήλικος αρσενικός άνθρωπος, ο σύζυγος, ο δυνατός, ο γενναίος]  



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) Καινή Διαθήκη 216 φορες, Λουκ. Πρ. Αποστ. (ο ἀνήρ, του ἀνδρός, τον ἄνδρα, οι ἄνδρες)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα.. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: